Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεαντερτάλειος η νεαντερτάλεια το νεαντερτάλειο
      γενική του νεαντερτάλειου της νεαντερτάλειας του νεαντερτάλειου
    αιτιατική τον νεαντερτάλειο τη νεαντερτάλεια το νεαντερτάλειο
     κλητική νεαντερτάλειε νεαντερτάλεια νεαντερτάλειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεαντερτάλειοι οι νεαντερτάλειες τα νεαντερτάλεια
      γενική των νεαντερτάλειων των νεαντερτάλειων των νεαντερτάλειων
    αιτιατική τους νεαντερτάλειους τις νεαντερτάλειες τα νεαντερτάλεια
     κλητική νεαντερτάλειοι νεαντερτάλειες νεαντερτάλεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεαντερτάλειος < Νεάντερταλ + -ειος

  Επίθετο επεξεργασία

νεαντερτάλειος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τους Νεάντερταλ ή αναφέρεται σ' αυτούς
    Όμως το νεαντερτάλειο DNA είναι δύσκολο να εντοπισθεί στον σημερινό άνθρωπο, με αποτέλεσμα μέχρι τώρα οι επιστήμονες να μην κατανοούν καλά τη σημασία του. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία