ναυτοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /na.fto.fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐το‐φυ‐λα‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυτοφυλακή θηλυκό
- χώρος περιορισμού ή εγκλεισμού ναυτικών (καταδικασμένων από ναυτοδικείο) σε πλοίο ή κτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυτοφυλακή
|