ναυαγιαιρεσιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυαγιαιρεσιακός < ναυαγιαιρεσία + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
ναυαγιαιρεσιακός
- που έχει σχέση με ναυαγιαιρεσία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυαγιαιρεσιακός
|