↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νατοϊκός η νατοϊκή το νατοϊκό
      γενική του νατοϊκού της νατοϊκής του νατοϊκού
    αιτιατική τον νατοϊκό τη νατοϊκή το νατοϊκό
     κλητική νατοϊκέ νατοϊκή νατοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νατοϊκοί οι νατοϊκές τα νατοϊκά
      γενική των νατοϊκών των νατοϊκών των νατοϊκών
    αιτιατική τους νατοϊκούς τις νατοϊκές τα νατοϊκά
     κλητική νατοϊκοί νατοϊκές νατοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νατοϊκός < ΝΑΤΟ

  Επίθετο

επεξεργασία

νατοϊκός -ή -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στο ΝΑΤΟ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία