νανοκλίμακα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νανοκλίμακα (νεολογισμός) < νανο- + κλίμακα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanoscale)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανανοκλίμακα θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) κλίμακα που χρησιμοποιείται στη μέτρηση μεγεθών νανοτεχνολογίας, για κάτι που μετριέται σε νανόμετρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νανοκλίμακα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νανοκλίμακα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr