• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μύδιον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μύδιον τὰ μύδιᾰ
      γενική τοῦ μυδίου τῶν μυδίων
      δοτική τῷ μυδίῳ τοῖς μυδίοις
    αιτιατική τὸ μύδιον τὰ μύδιᾰ
     κλητική ὦ! μύδιον μύδιᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυδίω
γεν-δοτ τοῖν  μυδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μύδιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) μῦς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύδιον ουδέτερο

((ελληνιστική κοινή))
  1. (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο
  2. (ιατρική) χειρουργική λαβίδα
  3. (ιατρική) εμβρυουλκός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μύδιον&oldid=5261643"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 14:39

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 14:39.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας