μύδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
γενική | τοῦ | μυδίου | τῶν | μυδίων |
δοτική | τῷ | μυδίῳ | τοῖς | μυδίοις |
αιτιατική | τὸ | μύδιον | τὰ | μύδιᾰ |
κλητική ὦ! | μύδιον | μύδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύδιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) μῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύδιον ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο
- (ιατρική) χειρουργική λαβίδα
- (ιατρική) εμβρυουλκός