μόμολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόμολο | τα | μόμολα |
γενική | του | μόμολου | των | μόμολων |
αιτιατική | το | μόμολο | τα | μόμολα |
κλητική | μόμολο | μόμολα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόμολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική mοmmοlο (τηγανητό γλυκό με ρύζι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόμολο ουδέτερο (σκωπτικά)
- (μειωτικό, βρισιά για παιδί ή γέρο) τιποτένιος, άχρηστος
Πηγές
επεξεργασία- μόμολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας