Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυοχαλαρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυοχαλαρωτικ
ός
η
μυοχαλαρωτικ
ή
το
μυοχαλαρωτικ
ό
γενική
του
μυοχαλαρωτικ
ού
της
μυοχαλαρωτικ
ής
του
μυοχαλαρωτικ
ού
αιτιατική
τον
μυοχαλαρωτικ
ό
τη
μυοχαλαρωτικ
ή
το
μυοχαλαρωτικ
ό
κλητική
μυοχαλαρωτικ
έ
μυοχαλαρωτικ
ή
μυοχαλαρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυοχαλαρωτικ
οί
οι
μυοχαλαρωτικ
ές
τα
μυοχαλαρωτικ
ά
γενική
των
μυοχαλαρωτικ
ών
των
μυοχαλαρωτικ
ών
των
μυοχαλαρωτικ
ών
αιτιατική
τους
μυοχαλαρωτικ
ούς
τις
μυοχαλαρωτικ
ές
τα
μυοχαλαρωτικ
ά
κλητική
μυοχαλαρωτικ
οί
μυοχαλαρωτικ
ές
μυοχαλαρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυοχαλαρωτικός
<
μυο-
+
χαλαρωτικός
Επίθετο
επεξεργασία
μυοχαλαρωτικός
που
χαλαρώνει
τους
μύες
, που προκαλεί
μυϊκή
χαλάρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυοχαλαρωτικός