Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυλομαραγκός οι μυλομαραγκοί
      γενική του μυλομαραγκού των μυλομαραγκών
    αιτιατική τον μυλομαραγκό τους μυλομαραγκούς
     κλητική μυλομαραγκέ μυλομαραγκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυλομαραγκός < μύλος + -ο- + μαραγκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυλομαραγκός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία