μυλοκόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυλοκόπι | τα | μυλοκόπια |
γενική | του | μυλοκοπιού | των | μυλοκοπιών |
αιτιατική | το | μυλοκόπι | τα | μυλοκόπια |
κλητική | μυλοκόπι | μυλοκόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυλοκόπι < ελληνιστική κοινή μῠλοκόπιον / μῠλοκόπος < αρχαία ελληνική μύλλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυλοκόπι ουδέτερο
- (ψάρι) επίμηκες ψάρι των ελληνικών θαλασσών και ευρύτερα της Μεσογείου που φθάνει τα 50 εκατοστά, ιδιαίτερα εύγευστο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- η επιστημονική του ονομασία είναι Sciaena umbra ή Umbrina cirrosa
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μυλοκόπι στη Βικιπαίδεια
- Σκιός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Sciaena umbra