Δείτε επίσης: Καλιακούδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλιακούδα οι καλιακούδες
      γενική της καλιακούδας των καλιακούδων
    αιτιατική την καλιακούδα τις καλιακούδες
     κλητική καλιακούδα καλιακούδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλιακούδα < *καλοιακούδα < κάλοιακας < κόλοιακας < αρχαία ελληνική κολοιός (κάργια)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ʎaˈku.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λια‐κού‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλιακούδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία