Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυκητώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυκητώδ
ης
η
μυκητώδ
ης
το
μυκητώδ
ες
γενική
του
μυκητώδ
ους
της
μυκητώδ
ους
του
μυκητώδ
ους
αιτιατική
τον
μυκητώδ
η
τη
μυκητώδ
η
το
μυκητώδ
ες
κλητική
μυκητώδ
η
(
ς
)
μυκητώδ
ης
μυκητώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυκητώδ
εις
οι
μυκητώδ
εις
τα
μυκητώδ
η
γενική
των
μυκητωδ
ών
των
μυκητωδ
ών
των
μυκητωδ
ών
αιτιατική
τους
μυκητώδ
εις
τις
μυκητώδ
εις
τα
μυκητώδ
η
κλητική
μυκητώδ
εις
μυκητώδ
εις
μυκητώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυκητώδης
<
μύκητας
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
μυκητώδης, -ης, -ες
γεμάτος
μύκητες
μυκητοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυκητώδης