↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυζητικός η μυζητική το μυζητικό
      γενική του μυζητικού της μυζητικής του μυζητικού
    αιτιατική τον μυζητικό τη μυζητική το μυζητικό
     κλητική μυζητικέ μυζητική μυζητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυζητικοί οι μυζητικές τα μυζητικά
      γενική των μυζητικών των μυζητικών των μυζητικών
    αιτιατική τους μυζητικούς τις μυζητικές τα μυζητικά
     κλητική μυζητικοί μυζητικές μυζητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυζητικός < μυζώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μυζητικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη μύζηση
  2. που απομυζά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μυζώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία