μυατροφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυατροφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myatrophie < αρχαία ελληνική μῦς + ἀτροφία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυατροφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- μυατροφικός
- → δείτε τις λέξεις μυς και τρέφω