Δείτε επίσης: ατροφία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτροφία < ἄτροφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀτροφία θηλυκό

  1. έλλειψη τροφής, θρεπτικών ουσιών
  2. (για φλόγα) έλλειψη καυσίμου ύλης
  3. ατροφία