μυέλινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυέλινος | η | μυέλινη | το | μυέλινο |
γενική | του | μυέλινου | της | μυέλινης | του | μυέλινου |
αιτιατική | τον | μυέλινο | τη | μυέλινη | το | μυέλινο |
κλητική | μυέλινε | μυέλινη | μυέλινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυέλινοι | οι | μυέλινες | τα | μυέλινα |
γενική | των | μυέλινων | των | μυέλινων | των | μυέλινων |
αιτιατική | τους | μυέλινους | τις | μυέλινες | τα | μυέλινα |
κλητική | μυέλινοι | μυέλινες | μυέλινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυέλινος < ελληνιστική κοινή μυέλινος[1] < αρχαία ελληνική μυελός
Επίθετο
επεξεργασίαμυέλινος -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυέλινος
|
- ↑ μυέλινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.