Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπροσούρα οι μπροσούρες
      γενική της μπροσούρας των μπροσουρών
    αιτιατική την μπροσούρα τις μπροσούρες
     κλητική μπροσούρα μπροσούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπροσούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική brossura < γαλλική brochure [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπροσούρα θηλυκό

  • το φυλλάδιο, συνήθως διαφημιστικού ή πολιτικού περιεχομένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία