μπριάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπριάνα | οι | μπριάνες |
γενική | της | μπριάνας | των | μπριάνων |
αιτιατική | την | μπριάνα | τις | μπριάνες |
κλητική | μπριάνα | μπριάνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπριάνα < βουλγαρική mryana < (νοτιο)σλαβικής προέλευσης mrěna < πρωτοσλαβική *merna < αρχαία ελληνική σμύραινα / μύραινα (αντιδάνειο) < μῦρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπριάνα θηλυκό
- (ψάρι) είδος ψαριού του γλυκού νερού του γένους βάρβος (Barbus) της οικογένειας κυπρινίδες Cyprinidae)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπριάνα
|