μπουζόκλειδο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπουζόκλειδο ουδέτερο
- (μηχανολογία): εργαλείο κατάλληλο για την προσθαφαίρεση (βίδωμα ή ξεβίδωμα) αναφλεκτήρων, κοινώς μπουζιών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπουζόκλειδο