μποτσόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μποτσόνι | τα | μποτσόνια |
γενική | του | μποτσονιού | των | μποτσονιών |
αιτιατική | το | μποτσόνι | τα | μποτσόνια |
κλητική | μποτσόνι | μποτσόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μποτσόνι < ιταλική boccione < boccia < λατινική buttia < buttis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeHw- (πρήζω, φουσκώνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μποτσόνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (κεφαλονίτικο ιδίωμα) μπουκάλι (για νερό, κρασί κ.ά.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μποτσόνι
|