μποζάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μποζάς | οι | μποζάδες |
γενική | του | μποζά | των | μποζάδων |
αιτιατική | τον | μποζά | τους | μποζάδες |
κλητική | μποζά | μποζάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μποζάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική boza + -ς < οθωμανική τουρκική بوزه - τουρκική بوزه (bowzak / buze)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποζάς αρσενικό