Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μποεμισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μποεμισμ
ός
οι
μποεμισμ
οί
γενική
του
μποεμισμ
ού
των
μποεμισμ
ών
αιτιατική
τον
μποεμισμ
ό
τους
μποεμισμ
ούς
κλητική
μποεμισμ
έ
μποεμισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μποεμισμός
<
μποέμ
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μποεμισμός
αρσενικό
ο
τρόπος
ζωής
, η
συμπεριφορά
και η
νοοτροπία
των
μποέμ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μποεμισμός