Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλάστρι τα μπλάστρια
      γενική του μπλαστριού των μπλαστριών
    αιτιατική το μπλάστρι τα μπλάστρια
     κλητική μπλάστρι μπλάστρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλάστρι < μεσαιωνική ελληνική μπλάστρι[1] < ελληνιστική κοινή ἐμπλάστριον, υποκοριστικό του ἔμπλαστρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbla.stɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπλά‐στρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλάστρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) έμπλαστρο
     συνώνυμα: κατάπλασμα
  2. εργαλείο για πλάσιμο
    άλλες μορφές: πλάστης, πλαστήρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία