Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαουλοντίβανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπαουλοντίβαν
ο
τα
μπαουλοντίβαν
α
γενική
του
μπαουλοντίβαν
ου
των
μπαουλοντίβαν
ων
αιτιατική
το
μπαουλοντίβαν
ο
τα
μπαουλοντίβαν
α
κλητική
μπαουλοντίβαν
ο
μπαουλοντίβαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαουλοντίβανο
<
μπαούλ(ο)
+
-ο-
+
ντιβάν(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαουλοντίβανο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
ντιβάνι
με
ενσωματωμένο
αποθηκευτικό
χώρο
μπαούλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαουλοντίβανο
→
δείτε
τη λέξη
ντιβανομπάουλο