μούδα
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούδα | οι | μούδες |
γενική | της | μούδας | των | μουδών |
αιτιατική | τη | μούδα | τις | μούδες |
κλητική | μούδα | μούδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μούδα < μουδάρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ενισχυτική σειρά σε ιστίο στο οποίο στηρίζονται σχοινία τα οποία βοηθούν στο μουδάρισμα των πανιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία μούδα
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- μούδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)