μουραύγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουραύγια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουραύγια θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ειδική βαφή που εφαρμόζεται στα ύφαλα ενός πλοίου για προστασία από τη θαλάσσια διάβρωση και από μικροοργανισμούς που προσκολλώνται εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουραύγια
|