μορφοτροπέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μορφοτροπέας < αγγλική transducer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμορφοτροπέας αρσενικό
- μηχανισμός που επιτρέπει τη μετατροπή ενός τύπου ενέργειας σε κάποιον άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μορφοτροπέας