Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοριοσανίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μοριοσανίδ
α
οι
μοριοσανίδ
ες
γενική
της
μοριοσανίδ
ας
των
μοριοσανίδ
ων
αιτιατική
τη
μοριοσανίδ
α
τις
μοριοσανίδ
ες
κλητική
μοριοσανίδ
α
μοριοσανίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοριοσανίδα
<
μόριο
+
σανίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοριοσανίδα
θηλυκό
σανίδα
ή
πλάκα
αποτελούμενη από
πριονίδι
κολλημένο σε μεγάλη
πίεση
με
ρητίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοριοσανίδα
γαλλικά
:
panneau
(fr)
en
(fr)
aggloméré
(fr)