μονόφραγκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόφραγκο | τα | μονόφραγκα |
γενική | του | μονόφραγκου & μονοφράγκου |
των | μονόφραγκων & μονοφράγκων |
αιτιατική | το | μονόφραγκο | τα | μονόφραγκα |
κλητική | μονόφραγκο | μονόφραγκα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.fɾaŋ.go/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐φρα‐γκο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονόφραγκο ουδέτερο
- (παρωχημένο, νόμισμα) κέρμα του ενός φράγκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονόφραγκο
|