Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόπολος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονόπολ
ος
η
μονόπολ
η
το
μονόπολ
ο
γενική
του
μονόπολ
ου
της
μονόπολ
ης
του
μονόπολ
ου
αιτιατική
τον
μονόπολ
ο
τη
μονόπολ
η
το
μονόπολ
ο
κλητική
μονόπολ
ε
μονόπολ
η
μονόπολ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονόπολ
οι
οι
μονόπολ
ες
τα
μονόπολ
α
γενική
των
μονόπολ
ων
των
μονόπολ
ων
των
μονόπολ
ων
αιτιατική
τους
μονόπολ
ους
τις
μονόπολ
ες
τα
μονόπολ
α
κλητική
μονόπολ
οι
μονόπολ
ες
μονόπολ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόπολος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μονόπολος, -η, -ο
που έχει έναν μόνο
πόλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόπολος
γαλλικά
:
unipolaire
(fr)