μονοθάλαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονοθάλαμος, -η, -ο
- που αποτελείται από έναν θάλαμο
- Στον μακεδονικό τάφο της Καρίτσας, κοντά στο Δίον, το δάπεδο του μονοθαλάμου τάφου είναι στρωμένο με ψηφιδωτό από κιτρινόφαια βότσαλα. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοθάλαμος
|