↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονεμβασιώτικος η μονεμβασιώτικη το μονεμβασιώτικο
      γενική του μονεμβασιώτικου της μονεμβασιώτικης του μονεμβασιώτικου
    αιτιατική τον μονεμβασιώτικο τη μονεμβασιώτικη το μονεμβασιώτικο
     κλητική μονεμβασιώτικε μονεμβασιώτικη μονεμβασιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονεμβασιώτικοι οι μονεμβασιώτικες τα μονεμβασιώτικα
      γενική των μονεμβασιώτικων των μονεμβασιώτικων των μονεμβασιώτικων
    αιτιατική τους μονεμβασιώτικους τις μονεμβασιώτικες τα μονεμβασιώτικα
     κλητική μονεμβασιώτικοι μονεμβασιώτικες μονεμβασιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονεμβασιώτικος < Μονεμβασιώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

μονεμβασιώτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία