μολυβδύαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μολυβδύαλος | οι | μολυβδύαλοι |
γενική | του/της του |
μολυβδυάλου μολυβδύαλου |
των | μολυβδυάλων & μολυβδύαλων |
αιτιατική | τον/τη | μολυβδύαλο | τους/τις τους |
μολυβδυάλους μολυβδύαλους |
κλητική | μολυβδύαλε | μολυβδύαλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμολυβδύαλος αρσενικό ή θηλυκό
- ύαλος / γυαλί / υαλοπίνακας που περιέχει μόλυβδο και προστατεύει από τις ακτίνες Χ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μολυβδύαλος
|