μικρόζωο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικρόζωο | τα | μικρόζωα |
γενική | του | μικρόζωου | των | μικρόζωων |
αιτιατική | το | μικρόζωο | τα | μικρόζωα |
κλητική | μικρόζωο | μικρόζωα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμικρόζωο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρόζωο
|