μικροχειρουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροχειρουργικός < μικροχειρουργ(ός) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μικροχειρουργικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον μικροχειρουργό ή αναφέρεται σ’ αυτόν και στις εγχειρήσεις που κάνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροχειρουργικός
|