↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροφυέστατος η μικροφυέστατη το μικροφυέστατο
      γενική του μικροφυέστατου της μικροφυέστατης του μικροφυέστατου
    αιτιατική τον μικροφυέστατο τη μικροφυέστατη το μικροφυέστατο
     κλητική μικροφυέστατε μικροφυέστατη μικροφυέστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροφυέστατοι οι μικροφυέστατες τα μικροφυέστατα
      γενική των μικροφυέστατων των μικροφυέστατων των μικροφυέστατων
    αιτιατική τους μικροφυέστατους τις μικροφυέστατες τα μικροφυέστατα
     κλητική μικροφυέστατοι μικροφυέστατες μικροφυέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

μικροφυέστατος, -η, -ο

  • «μικροφυής (-έστ-ερος, -ατος) » - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)