μικροπονηριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροπονηριά | οι | μικροπονηριές |
γενική | της | μικροπονηριάς | των | μικροπονηριών |
αιτιατική | τη | μικροπονηριά | τις | μικροπονηριές |
κλητική | μικροπονηριά | μικροπονηριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπονηριά θηλυκό
- μια μικρής σημασίας ή αντίκτυπου πονηριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπονηριά
|