μικροομολογιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροομολογιούχος < μικρο- + ομολογιούχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροομολογιούχος αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροομολογιούχος
|
μικροομολογιούχος αρσενικό ή θηλυκό
|