μικρομετακίνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικρομετακίνηση | οι | μικρομετακινήσεις |
γενική | της | μικρομετακίνησης* | των | μικρομετακινήσεων |
αιτιατική | τη | μικρομετακίνηση | τις | μικρομετακινήσεις |
κλητική | μικρομετακίνηση | μικρομετακινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικρομετακινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρομετακίνηση < μικρο- + μετακίνηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική micromobility)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kro.me.taˈci.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐με‐τα‐κί‐νη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρομετακίνηση θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Micromobility στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρομετακίνηση
|