↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροκυστίδιο τα μικροκυστίδια
      γενική του μικροκυστίδιου
μικροκυστιδίου
των μικροκυστίδιων
μικροκυστιδίων
    αιτιατική το μικροκυστίδιο τα μικροκυστίδια
     κλητική μικροκυστίδιο μικροκυστίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροκυστίδιο < μικρο- + κυστίδιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροκυστίδιο ουδέτερο

  1. (ιατρική) μικρή κύστη, μικροσκοπικός σάκος, κύστη ή κενοτόπιο μέσα στο σώμα
  2. (βοτανική) μικροαερόσακος φύκους (φυκιού) ή αεροθύλακας (αεροθύλακος) φυτού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία