μικροκυστίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροκυστίδιο | τα | μικροκυστίδια |
γενική | του | μικροκυστίδιου & μικροκυστιδίου |
των | μικροκυστίδιων & μικροκυστιδίων |
αιτιατική | το | μικροκυστίδιο | τα | μικροκυστίδια |
κλητική | μικροκυστίδιο | μικροκυστίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμικροκυστίδιο ουδέτερο
- (ιατρική) μικρή κύστη, μικροσκοπικός σάκος, κύστη ή κενοτόπιο μέσα στο σώμα
- (βοτανική) μικροαερόσακος φύκους (φυκιού) ή αεροθύλακας (αεροθύλακος) φυτού