Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροέκφραση οι μικροεκφράσεις
      γενική της μικροέκφρασης των μικροεκφράσεων
    αιτιατική τη μικροέκφραση τις μικροεκφράσεις
     κλητική μικροέκφραση μικροεκφράσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

μικροέκφραση, (νεολογισμός) < μικρο- + έκφραση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microexpression

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροέκφραση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία