μητρυιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμητρυιός αρσενικό
- ετυμολογική γραφή του μητριός
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μητρυιός | οἱ | μητρυιοί |
γενική | τοῦ | μητρυιοῦ | τῶν | μητρυιῶν |
δοτική | τῷ | μητρυιῷ | τοῖς | μητρυιοῖς |
αιτιατική | τὸν | μητρυιόν | τοὺς | μητρυιούς |
κλητική ὦ! | μητρυιέ | μητρυιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μητρυιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μητρυιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμητρυιός, -οῦ αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μητρυιά
Πηγές
επεξεργασία- μητρυιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.