πατριός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατριός | οι | πατριοί |
γενική | του | πατριού | των | πατριών |
αιτιατική | τον | πατριό | τους | πατριούς |
κλητική | πατριέ | πατριοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πατριός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πατρυιός < αρχαία ελληνική πατήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατριός αρσενικό
- ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας (όπως τον βλέπουν τα παιδιά από τον πρώτο γάμο)
- ※ Αλλά και το δεύτερο ζευγάρι των βασικών χαρακτήρων του αφηγήματος - ο πατριός και η μητέρα του αφηγητή- διαγράφεται πάνω στη βάση της μεταξύ τους αντίθεσης. (Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα: Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, εκδ. Καστανιώτη, 1995, σελ. 404)