Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρυιός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πατήρ κατά το μητρυιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρυιός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία