μεταχρωματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταχρωματισμός < μεταχρωματίζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταχρωματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχρωματίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταχρωματισμός
|