Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταχρωματίζω < μετα- + χρωματίζω

μεταχρωματίζω (παθητική φωνή: μεταχρωματίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία