μεταχρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμεταχρωματίζω (παθητική φωνή: μεταχρωματίζομαι)
- (μεταβατικό) αλλάζω το χρώμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταχρωματίζω | μεταχρωμάτιζα | θα μεταχρωματίζω | να μεταχρωματίζω | μεταχρωματίζοντας | |
β' ενικ. | μεταχρωματίζεις | μεταχρωμάτιζες | θα μεταχρωματίζεις | να μεταχρωματίζεις | μεταχρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | μεταχρωματίζει | μεταχρωμάτιζε | θα μεταχρωματίζει | να μεταχρωματίζει | ||
α' πληθ. | μεταχρωματίζουμε | μεταχρωματίζαμε | θα μεταχρωματίζουμε | να μεταχρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | μεταχρωματίζετε | μεταχρωματίζατε | θα μεταχρωματίζετε | να μεταχρωματίζετε | μεταχρωματίζετε | |
γ' πληθ. | μεταχρωματίζουν(ε) | μεταχρωμάτιζαν μεταχρωματίζαν(ε) |
θα μεταχρωματίζουν(ε) | να μεταχρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταχρωμάτισα | θα μεταχρωματίσω | να μεταχρωματίσω | μεταχρωματίσει | ||
β' ενικ. | μεταχρωμάτισες | θα μεταχρωματίσεις | να μεταχρωματίσεις | μεταχρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | μεταχρωμάτισε | θα μεταχρωματίσει | να μεταχρωματίσει | |||
α' πληθ. | μεταχρωματίσαμε | θα μεταχρωματίσουμε | να μεταχρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | μεταχρωματίσατε | θα μεταχρωματίσετε | να μεταχρωματίσετε | μεταχρωματίστε | ||
γ' πληθ. | μεταχρωμάτισαν μεταχρωματίσαν(ε) |
θα μεταχρωματίσουν(ε) | να μεταχρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταχρωματίσει | είχα μεταχρωματίσει | θα έχω μεταχρωματίσει | να έχω μεταχρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταχρωματίσει | είχες μεταχρωματίσει | θα έχεις μεταχρωματίσει | να έχεις μεταχρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταχρωματίσει | είχε μεταχρωματίσει | θα έχει μεταχρωματίσει | να έχει μεταχρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταχρωματίσει | είχαμε μεταχρωματίσει | θα έχουμε μεταχρωματίσει | να έχουμε μεταχρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταχρωματίσει | είχατε μεταχρωματίσει | θα έχετε μεταχρωματίσει | να έχετε μεταχρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταχρωματίσει | είχαν μεταχρωματίσει | θα έχουν μεταχρωματίσει | να έχουν μεταχρωματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταχρωματίζω
|