μεταχρωμάτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταχρωμάτιση | οι | μεταχρωματίσεις |
γενική | της | μεταχρωμάτισης* | των | μεταχρωματίσεων |
αιτιατική | τη | μεταχρωμάτιση | τις | μεταχρωματίσεις |
κλητική | μεταχρωμάτιση | μεταχρωματίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχρωματίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταχρωμάτιση < μεταχρωματίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταχρωμάτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχρωματίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταχρωμάτιση
|