μεταφορική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταφορική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταφορικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.fo.ɾiˈci/
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταφορική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφορική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μεταφορική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταφορικός