μετατόπισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετατόπισμα < μετατοπίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετατόπισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετατοπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετατόπισμα
|
μετατόπισμα ουδέτερο
|