Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετανοητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μετανοητ
ής
οι
μετανοητ
ές
γενική
του
μετανοητ
ή
των
μετανοητ
ών
αιτιατική
τον
μετανοητ
ή
τους
μετανοητ
ές
κλητική
μετανοητ
ή
μετανοητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετανοητής
<
μετανοώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετανοητής
αρσενικό
κάποιος που
μετανοεί
(
ειδικότερα
,
θρησκεία
) (
καθολικός
)
μοναχός
με
κύριο
μέλημά
του τη
μετάνοια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετανοητής